- πονόδοντος
- οαντί οδοντόπονος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πονόδοντος — ο, Ν πόνος τού δοντιού, οδονταλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + δόντι κατ αντιστροφή τού οδοντόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος δοντιού (πρβλ. και πονο κέφαλος, πονό κοιλος)] … Dictionary of Greek
οδοντόπονος — ο οδονταλγία, πονόδοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πονόδοντος] … Dictionary of Greek
γομφαλγία — γομφαλγία, η (Α) άλγος τών γομφίων, πονόδοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + αλγία*] … Dictionary of Greek
δοντόπονος — ο 1. πονόδοντος 2. ανεκδήλωτο ερωτικό αίσθημα … Dictionary of Greek
μυλαλγία — μυλαλγία, ἡ (Α) πονόδοντος, πόνος τών γομφίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + αλγία (< ἀλγῶ «πονώ»), πρβλ. νευρ αλγία] … Dictionary of Greek
οδονταλγία — η (Α ὀδονταλγία) [οδονταλγώ] πόνος οδοντικής προέλευσης, πονόδοντος … Dictionary of Greek
οδοντωδυνία — και, δ. γρφ., οδοντοδυνία, η οδονταλγία, πονόδοντος … Dictionary of Greek
τετράρριζος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερεις ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», Γαλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τετράρριζος οδονταλγία, πονόδοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. τρί ρριζος] … Dictionary of Greek
Ανεζίνη-Λεράκη, Γεωργία — (Βέροια 1941 –). Νομικός και συγγραφέας, σύζυγος του λογοτέχνη Κυριάκου Λεράκη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1976 με τη συλλογή διηγημάτων Τα πικρά και τα… … Dictionary of Greek
δοντόπονος — ο 1. ο πονόδοντος. 2. μτφ., κρυφός έρωτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)